- λαγυνοφόρια
- Αρχαία οργιαστική γιορτή προς τιμήν του θεού Διονύσου, την οποία τελούσαν στην Αλεξάνδρεια. Οργανωτής της γιορτής ήταν ο Πτολεμαίος Διόνυσος και στη διάρκειά της παρέθετε συμπόσιο, όπου οι συνδαιτυμόνες έφερναν το φαγητό τους και μια λάγυνο με κρασί. Μετά την ολοκλήρωση του συμποσίου, έβγαιναν στους δρόμους μεθυσμένοι και βωμολοχούσαν.
* * *λαγυνοφόρια, τὰ (Α)οργιαστική εορτή στην Αλεξάνδρεια που είχε οργανωθεί από τον Πτολεμαίο Διόνυσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγυνος + -φόρια (< φέρω)].
Dictionary of Greek. 2013.